- σατυριστής
- ὁ, Α1. ηθοποιός που έπαιρνε μέρος σε σατυρικό δράμα2. ως επίθ. σατυρικός («Σατυρισταὶ χοροί», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + κατάλ. -ιστής, κατά το κιθαρ-ιστής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σατυριστής — player of Satyric dramas masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σατυριστῶν — Σατυριστής player of Satyric dramas masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)